-
1 δεσποτης
1) (тж. δ. ἄναξ Arph.) господин, (домо)хозяин Aesch., Plat., Arst., Men., Plut., Luc.2) хозяин, обладатель, владелец(Ἡρακλείων ὅπλων Soph.; τῆς δυνάμεως Arph.; τῆς οἰός Xen.)
δ. μαντευμάτων Aesch. = μάντις3) неограниченный монарх, повелитель, властелин(Ὀλύμπου Pind.; Ἥλιος Soph.; ἀνθρωπων Xen.; δ. καὴ κύριος ἁπάντων Dem.)
4) начальник, предводительἑπτὰ δεσπόται Aesch. — семь предводителей, т.е. «семеро против Фив»
См. также в других словарях:
κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… … Dictionary of Greek